skip to Main Content
Παραβατική συμπεριφορά σε εφήβους

Παραβατική συμπεριφορά σε εφήβους

Ο όρος «παραβατική συμπεριφορά» περιγράφει τη συμπεριφορά εκείνη που αποκλίνει και συγκρούεται με τους υπάρχοντες κανόνες και τις αξίες του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζει και αναπτύσσεται ένα άτομο. Οι συμπεριφορές αυτές μπορεί κάποιες φορές να έχουν επιθετική μορφή π. χ επιθετικές πράξεις προς άλλα άτομα ή ζώα, μπορεί όμως και να εμφανίζονται με μία μη επιθετική μορφή, όπως υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, φυγή από το σπίτι ή το σχολείο, οδήγηση χωρίς δίπλωμα, κλοπές, βανδαλισμός, σχολικός εκφοβισμός κτλ. Σε κάθε περίπτωση, οι συμπεριφορές αυτές επηρεάζουν τόσο την αλληλεπίδραση του ατόμου με τους Σημαντικούς Άλλους (γονείς και συνομηλίκους), όσο και τις σχολικές του επιδόσεις, ενώ διαταράσσεται η ομαλή λειτουργία ολόκληρης της οικογένειας.

Η παραβατική συμπεριφορά αποτελεί ένα πολυδιάστατο πρόβλημα και η αιτία που οδηγεί στην εκδήλωσή της είναι πολυπαραγοντική. Καθοριστικό ρόλο στην εμφάνιση παραβατικής συμπεριφοράς στους εφήβους διαδραματίζει το οικογενειακό πλαίσιο. Πολλές είναι οι έρευνες που συνδέουν την εφηβική παραβατικότητα με τη θεωρία δεσμού (attachment theory), δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο το πρωταρχικό πρόσωπο φροντίδας σχετίζεται και ανταποκρίνεται στις βασικές ανάγκες του βρέφους. Πιο συγκεκριμένα ένας εχθρικός, αρνητικός και ελεγκτικός γονέας, ο οποίος χρησιμοποιεί κατά κύριο λόγο φωνές, απειλές ή βία προς το παιδί, θέτει τις βάσεις για την εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς κατά την παιδική ηλικία, η οποία είναι πιθανόν να εξελιχθεί σε παραβατικότητα κατά την εφηβική και ενήλικη ζωή του ατόμου.

Ο απορριπτικός και ανασφαλής γονεϊκός δεσμός οδηγεί σε προβλήματα συμπεριφοράς κατά την παιδική ηλικία. Στην περίπτωση αυτή, ούτε οι γονείς αλλά ούτε και τα παιδιά είναι σωστά εξοπλισμένοι ώστε να διαχειριστούν ομαλά τις αναπτυξιακές αλλαγές που έρχονται με την εφηβεία. Ως αποτέλεσμα είναι η εκδήλωση καταναγκαστικών συμπεριφορών από την πλευρά των γονέων όσο τα παιδιά μεγαλώνουν και αναζητούν μεγαλύτερη αυτονομία, καθώς και έντονες και αντιδραστικές συμπεριφορές από την πλευρά των παιδιών, τα οποία προσπαθούν με λάθος τρόπο να διεκδικήσουν την ανεξαρτησία τους. Η επιβολή αυστηρών τιμωριών και σωματικών ποινών, η απουσία ορίων, η υπερπροστασία, η δυσαρμονική συμβίωση των γονέων μπορούν να λειτουργήσουν ως εκλυτικοί παράγοντες της εφηβικής παραβατικότητας.

Φυσικά, η επίδραση του οικογενειακού πλαισίου δεν αποκλείει το ρόλο των ιδιοσυγκρασιακών – χαρακτηρολογικών στοιχείων ενός παιδιού. Κάθε συμπεριφορά είναι αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης. Στην προκειμένη, η συμπεριφορά του παιδιού οδηγεί σε μία αντίδραση από την πλευρά των γονέων και αντίστροφα. Εξίσου σημαντικοί είναι και οι εξωτερικοί-περιβαλλοντικοί παράγοντες που διαμορφώνουν το κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο της οικογένειας (π. χ ανεργία, μορφωτικό επίπεδο γονέων, απουσία γονέων από το σπίτι λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων) και μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά το περιβάλλον που μεγαλώνει ο έφηβος.

Τέλος, σημαντική είναι και η επίδραση των συνομηλίκων (peer pressure) στην εκδήλωση παραβατικότητας. Ο έφηβος, στην προσπάθειά του να ενταχθεί στην ομάδα των συνομηλίκων, να νιώσει κοινωνικά αποδεκτός και επιθυμητός, να διαφοροποιηθεί από το οικογενειακό πλαίσιο και τις αξίες που αυτό του επιβάλλει, ενδέχεται να εμπλακεί σε παραβατικές πράξεις.
Σε κάθε περίπτωση, αξίζει να αναφερθεί και να τονιστεί πως η παραβατική συμπεριφορά και επιθετικότητα αποτελεί μία έκκληση για βοήθεια και προσοχή. Ο έφηβος προσπαθεί με τον τρόπο αυτό να μιλήσει και να επικοινωνήσει τις ανάγκες του, να αντισταθμίσει τα αισθήματα ανασφάλειας, να αισθανθεί δυνατός, να κερδίσει την αποδοχή των άλλων και να εκφράσει τη δυσαρέσκειά του. Οι γονείς πρέπει να προσεγγίσουν τον έφηβο με σεβασμό και κατανόηση και να προσπαθήσουν να καταλάβουν την πηγή του προβλήματος και τα αίτια που οδήγησαν στη συμπεριφορά αυτή, ξεκαθαρίζοντας ταυτόχρονα με σαφήνεια τι είναι επιτρεπτό και τι όχι και θέτοντας σαφή όρια.

Σε περίπτωση που η παραβατική συμπεριφορά επιμένει και επαναλαμβάνεται, η οικογένεια θα πρέπει να απευθυνθεί σε έναν ειδικό ψυχικής υγείας. Έχει βρεθεί ότι οι παρεμβάσεις που στοχεύουν στη βελτίωση των γονεϊκών δεξιοτήτων και την ποιότητα της σχέσης γονέα-εφήβου, σχετίζονται με τη μείωση των δυσλειτουργικών συμπεριφορών και βελτιώνουν την ψυχική υγεία του εφήβου. Μία επανορθωτική εμπειρία, μέσα από την ψυχοθεραπευτική διαδικασία, στοχεύει στην καλλιέργεια συνεργασίας, συμμαχίας, ευαισθησίας, κατανόησης και αμοιβαιότητας ανάμεσα στον έφηβο και τον θεραπευτή και κατ’ επέκταση στον έφηβο και τον γονέα με σκοπό την εδραίωση ενός ασφαλούς δεσμού, οπού οι γονείς θα λειτουργούν σαν πρότυπα προς μίμηση για τα παιδιά τους.

Ντινοπούλου Βάγια
Κλινική & Κοινοτική ψυχολόγος MSc.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *